παρατεταμένα

παρατεταμένα
παρατείνω
stretch out along
perf part mp neut nom/voc/acc pl
παρατεταμένᾱ , παρατείνω
stretch out along
perf part mp fem nom/voc/acc dual
παρατεταμένᾱ , παρατείνω
stretch out along
perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παρατεταμένας — παρατεταμένᾱς , παρατείνω stretch out along perf part mp fem acc pl παρατεταμένᾱς , παρατείνω stretch out along perf part mp fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρατατικός — ή, ό / παρατατικός, ή, όν, ΝΜΑ [παρατείνω] 1. αυτός που παρατείνει, που επιφέρει παράταση ή αυτός που παρατείνεται, που συνεχίζεται 2. το αρσ. ως ουσ. ο παρατατικός γραμμ. παράγωγος από το θέμα τού ενεστώτα χρόνος τού ρήματος, ο οποίος ως προς… …   Dictionary of Greek

  • παρατείνω — ΝΜΑ εκτείνω, επεκτείνω πέρα από το ορισμένο όριο, αυξάνω, επιμηκύνω τη χρονική διάρκεια μιας πράξεως ή ενέργειας («παρατείνω την προθεσμία») νεοελλ. αρχ. 1. εξακολουθώ, διαρκώ, κρατώ πολλή ώρα (α. «παρατεταμένα χειροκροτήματα» β. «εἰ δὲ ὁ πλοῡς… …   Dictionary of Greek

  • πετώ — πετῶ, άω, ΝΜ 1. ίπταμαι, μετακινούμαι κουνώντας ρυθμικά τα φτερά μου («όταν πετά και κελαηδεί») 2. μτφ. κινούμαι ολοταχώς («οι λογισμοί πετάξανε, στον ουρανό εφτάσα», Ερωτ.) 3. βαδίζω γρήγορα, τρέχοντας («επετούσαν προς την οικίαν εκείνην», Παπαδ …   Dictionary of Greek

  • τριζοκοπώ — άω, Ν τρίζω συνεχώς και παρατεταμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίζω + κοπώ (< κόπος), πρβλ. λαμπο κοπώ. Το ρ. μαρτυρείται από το 1844 στον Ιω. Καρασούτσα] …   Dictionary of Greek

  • χασμώμαι — χασμῶμαι, άομαι, ΝΜΑ, και δ. τ. κατά τον Ησύχ. χαμῶμαι, άομαι Α [χάσμη] εισπνέω βαθιά και παρατεταμένα, χασμουριέμαι μσν. αρχ. (για στόμα και για πράγμ.) χάσκω, είμαι ανοιχτός, αφήνω άνοιγμα, αφήνω κενό αρχ. 1. μτφ. μένω κατάπληκτος, μένω με το… …   Dictionary of Greek

  • χαχανίζω — και χαχλανίζω Ν [χάχανο] 1. γελώ ηχηρά και παρατεταμένα 2. καγχάζω …   Dictionary of Greek

  • Βοσνία-Ερζεγοβίνη — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο, που προέκυψε από τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας.Συνορεύει Β και Δ με την Κροατία και Α και Ν με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία.Το κράτος της Β. Ε. έχει μικρή διέξοδο στην Αδριατική Θάλασσα. Τα… …   Dictionary of Greek

  • Γιουγκοσλαβία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Παλαιότερη ονομασία: Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Έκταση: 102.173 τ.χλμ Πληθυσμός: 10.656.929 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Βελιγράδι (1.280.600 κάτ. το 2002)Κράτος …   Dictionary of Greek

  • κινήτωση — Παθολογική κατάσταση η οποία προκαλείται από κινήσεις που διεγείρουν παρατεταμένα τα όργανα της ισορροπίας που βρίσκονται στον υμενώδη λαβύρινθο. Προσβάλλονται ιδιαίτερα όσοι πάσχουν από νευροφυτικές διαταραχές, από πτώση των σπλάχνων, από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”